Της λογικής μου οι φραγμοί με κράτησαν για λίγο,
μα όταν πέρασε ο χρόνος ένιωσα την ανάγκη να σε δω.
Τα μάτια σου με μαγέψανε, ταξιδεύει η σκέψη και έρχομαι σε σένα.
Αφήνεται η αφή να σε νιώσει το δέρμα... και χάνομαι.
Σε βλέπω αντίκρυ μου και χαμογελώ,
θέλω να σε βάλω κάτω από την φτερούγα μου και να πάω.
Μα ξάφνου εφιάλτης θεριεύει, κοιτάς το ρολόι σου
και χάνεσαι και δεν μπορώ να σε σταματήσω.
Σηκώνεσαι και φεύγεις ξανά, τα χείλη σου ψελλίζουν το αντίο.
Ένα τείχος γλυκό τα λόγια σου, δεν μπορώ να σε σταματήσω.
Φωνάζω εσένα, με ακούνε όλοι, με κοιτάζουνε, με λένε τρελό.
Απλώνω τα χέρια μα δεν σε φτάνω.
Όλα γύρω σκοτείνα και ακούω την κραυγή σου,
θέλω να έρθω εκεί μα δεν ξέρω πως. Χάνομαι.
Μα στα αλήθεια είσαι για μένα πρωινή σιώπη,
η ζωή μέσα σε μια στιγμή, το βουητό της μέρας και η ανάσα της νυχτιάς.
Και νιώθω πως είσαι εσύ η θάλασσα και εγώ η ακτή,
πάντα δίπλα μα ποτέ ενωμένοι, πάντα δύο ποτέ ένα.
Περπατώ μα δεν ξέρω που πάω,
όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε σένα... μα χάνομαι